Σελίδες για τον Δον Κιχώτη (Don Quixote de la Mancha - Δον Κιχότε δε λα Μάντσα)....Μιγκέλ ντε Θερβάντες * για την Ελλάδα, Ισπανία, Μεξικό & Κούβα *

Σελίδες για τον Δον Κιχώτη (Don Quixote de la Mancha - Δον Κιχότε δε λα Μάντσα)....

Σελίδες για τον Δον Κιχώτη (Don Quixote de la Mancha - Δον Κιχότε δε λα Μάντσα)....
Δεν υπάρχουν κανόνες. Όλοι οι άνθρωποι είναι εξαιρέσεις σε ένα κανόνα που δεν υπάρχει. Fernando Pessoa

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

«Η Σαουδική Αραβία είναι ο τόπος έμπνευσής της για να αρχίσει να γράφει» η Αμερικανίδα Ζωή Φερράρις (Ζoe Ferraris)



«Πήγα στη Σαουδική Αραβία σαν νεαρή σύζυγος και μητέρα, όμως ζώντας εκεί κατέληξα να γίνω παιδί. Ήμουν απόλυτα εξαρτημένη από τον σύζυγό μου. Κατοικούσαμε σε μια συντηρητική γειτονιά. Ήμουν υποχρεωμένη να φοράω μαύρο μανδύα και πέπλο, όταν έβγαινα από το σπίτι ή όταν ερχόμουν σε επαφή με άγνωστους άνδρες και δεν με άφηναν να φεύγω από το σπίτι χωρίς ανδρική συνοδεία. Δεν μπορούσα να πάω για ψώνια, ούτε να πάω την κόρη μου στον γιατρό, ούτε να επισκεφθώ φίλους, χωρίς να με συνοδεύει ο σύζυγός μου. Επειδή του έγινα τέτοιο βάρος, άρχισε να με αποφεύγει. Περνούσε τόσες πολλές ώρες στα ανδρικά διαμερίσματα του σπιτιού -στα οποία μου απαγορευόταν να μπω- που δεν τον έβλεπα για πολλές μέρες. Μερικές φορές είχα την αίσθηση ότι ήμουν παντρεμένη με τη μητέρα του και τις αδελφές του. Σήμερα, όλες σχεδόν οι κόρες της πρώην κουνιάδας μου φοιτούν σε πανεπιστήμια - μερικές μάλιστα σπουδάζουν στο εξωτερικό. Έχουν κινητά τηλέφωνα και χρησιμοποιούν ελεύθερα το διαδίκτυο και όλες τους σχεδιάζουν να δουλέψουν εκτός σπιτιού. Έχουν ακόμα να αντιμετωπίσουν την μεταχείριση των γυναικών, όμως δεν ζουν στην ίδια κοινωνία που ζούσε η μητέρα τους».

Η Ζωή Φερράρις (Ζoe Ferraris), Αμερικανίδα στην καταγωγή, μετοίκησε στη Σαουδική Αραβία μετά την πρώτη επίθεση στον Περσικό Κόλπο για να ζήσει με τον τότε συζυγό της και τη μεγάλη του οικογένεια από Σαουδάραβες -Παλαιστίνιους βεδουίνους, οι οποίοι μάλιστα πρώτη φορά υποδέχονταν Αμερικάνο πολίτη στη ζωή τους.

Ο γάμος δεν ευοδώθηκε. Η νεαρή γυναίκα αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα της, αλλά η σχέση της με τη χώρα και τους ανθρώπους της έγινε αφορμή για μια σειρά αστυνομικών βιβλίων. Το πρώτο τής σειράς, το «Αναζητώντας τη Νουφ», κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Ελλάδα από τις εκδόσεις «Χρυσαλλίδα» και έπεται συνέχεια, καθώς οι δύο ήρωες, η Κάτια με τη μπούργκα, και ο Ναγίρ, ευσεβής Μουσουλμάνος μέχρι... κοκκάλου συνεχίζουν τις έρευνες τους....
Η συγγραφέας απάντησε στις ερωτήσεις του ΑΠΕ-ΜΠΕ και δεν δίστασε να μιλήσει για τη χώρα που η ίδια έζησε με πολλή καταπίεση, αλλά που τελικά υπήρξε και ο τόπος έμπνευσής της για να αρχίσει να γράφει.


________________________
*από το ΑΠΕ-ΜΠΕ


Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Μακρυγιάννης: Ο Θεός ας κάμη το έλεός του να μας γλητώση από τον μεγάλον γκρεμνόν όπου τρέχομεν να τζακιστούμεν...

    Ο Μακρυγιάννης μας θυμίζει όσα ξεχάσαμε!    


Tότε, εκεί που καθόμουν εις το περιβόλι μου και έτρωγα ψωμί, πονώντας από τις πληγές, όπου έλαβα εις τον αγώνα και περισσότερο πονώντας δια τις μέσα πληγές όπου δέχομαι δια τα σημερινά δεινά της Πατρίδος, ήλθαν δύο επιτήδειοι, άνθρωποι των γραμμάτων, μισομαθείς και άθρησκοι, και μου ξηγώνται έτσι: «Πουλάς Ελλάδα, Μακρυγιάννη».

Εγώ, στην άθλιαν κατάστασίν μου, τους λέγω: «Αδελφοί, με αδικείτε. Ελλάδα δεν πουλάω, νοικοκυραίγοι μου. Τέτοιον αγαθόν πολυτίμητον δεν έχω εις την πραμάτειαν μου. Μα και να τό’ χα, δεν τό’ δινα κανενός. Κι’ αν πουλιέται Ελλάδα, δεν αγοράζεται σήμερις, διότι κάνατε τον κόσμον εσείς λογιώτατοι, να μην θέλει να αγοράσει κάτι τέτοιο».

Έφυγαν αυτοί. Κι’ έκατσα σε μίαν πέτραν μόνος και έκλαιγα. Μισός άνθρωπος καταστάθηκα από το ντουφέκι του Τούρκου, τσακίστηκα εις τις περιστάσεις του αγώνα και κυνηγιέμαι και σήμερον. Κυνηγιώνται και άλλοι αγωνιστές πολύ καλύτεροί μου, διότι εγώ είμαι ο τελευταίος και ο χειρότερος. Και οι πιο καλύτεροι όλων αφανίστηκαν.

Αυτοί που θυσίασαν αρετή και πατριωτισμόν, για να ειπωθεί ελεύτερη η Ελλάδα κι’ εχάθηκαν φαμελιές ολωσδιόλου, είπαν να ζητήσουν ένα αποδειχτικόν που να λέγει ότι έτρεξαν κι’ αυτοί εις την υπηρεσίαν της Πατρίδος και Τούρκο δεν άφηκαν αντουφέκιγο.

Πήγε να’ νεργήσει η Κυβέρνηση και βγήκαν κάτι τσασίτες και σπιγούνοι, που δουλεύουν μίσος και ιδιοτέλεια, και είπαν «όχι». Και είπαν και βρισιές παλιές δια τους αγωνιστές. Για να μην πάρουν το αποδειχτικόν, ένα χαρτί που δεν κάνει τίποτες γρόσια.

Πατρίδα να θυμάσαι εσύ αυτούς όπου, δια την τιμήν και την λευτερίαν σου, δεν λογάριασαν θάνατο και βάσανα. Κι’ αν εσύ τους λησμονήσεις, θα τους θυμηθούν οι πέτρες και τα χώματα, όπου έχυσαν αίματα και δάκρυα.

Εμείς το χρέος, το κατά δύναμιν, επράξαμεν. Και αυτοί βγήκαν σήμερον να προκόψουν την Πατρίδα. Μας γέμισαν φατρία και διχόνοιαν. Και την Πατρίδα δεν την θέλουν Μητέρα κοινή. Αμορόζα εις τα κρεβάτια τους την θέλουν. Γι’ αυτό περνούν και ρεθίζουν τον κόσμον με τέχνες και καμώματα.

Και καζαντίσαν αυτοί πουγγιά και αγαθά και αφήκαν τους αγωνιστές, τις χήρες και τα ορφανά εις την άκρην. Αυτοί είναι οι ανθρώπινοι λύκοι, που φέραν δυστυχήματα και κίντυνον εις τον τόπον. Ας όψονται.

Τότε που η Τουρκιά εκατέβαινε από τα ντερβένια και ολίγοι έτρεχαν με ολίγα ντουφέκια, με τριχιές δεμένα, να πολεμήσουν, θέλοντας λευτεριάν ή θάνατον, οι φρόνιμοι ασφάλιζαν τις φαμελιές τους εις τα νησιά κι’ αυτοί τρέχαν εις ρεματιές και βουνά, μη βλέποντας ποτέ Τούρκου πρόσωπον. Κι’ όταν ακούγαν τα ντισμπάρκα των Τούρκων, τρέχαν μακρύτερα. Τώρα θέλουν δικήν τους την Πατρίδα και κυνηγούν τους αγωνιστές.
Και βγήκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνήτες, Έλληνες, σπορά της εβραιουργιάς, που είπαν να μας σβήσουν την Αγία Πίστη, την Ορθοδοξία, διότι η Φραγκιά δεν μας θέλει με τέτοιο ντύμα Ορθόδοξον.
Αν μας έλεγε κανένας αυτείνη την λευτεριά όπου γευόμαστε, θα παρακαλούσαμε τον Θεόν να μας αφήση εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, όσο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα ειπή πατρίδα, τι θα ειπή θρησκεία, τι θα ειπή φιλοτιμία, αρετή, τιμιότη. Τις πρόσοδες της πατρίδας τις κλέβομεν, από υποστατικά δεν της αφήσαμεν τίποτας, σε “πηρεσίαν να μπούμεν”, ένα βάνομεν εις το ταμείον, δέκα κλέβομεν…
Αγοράζομεν πρόσοδες, τις τρώμε όλες. Χρωστούν είς το Ταμείον δεκαοχτώ ΄κατομμύρια ο ένας και ο άλλος. Οι αγωνισταί, οι περισσότεροι και οι χήρες κι αρφανά δυστυχούν. Πολυτέλεια και φαντασία – γεμίσαμαν πλήθος πιανοφόρια και κιθάρες. Οι δανεισταί μας ζητούν τα χρήματα τους, λεπτό δεν τους δίνομεν από αυτά – κάνουν επέμβασιν εις τα πράγματά μας. Και ποτές δεν βρίσκομεν ίσιον δρόμον. Πως θα σωθούμε εμείς μ’ αυτά και να σκηματιστούμεν εις την κοινωνίαν του κόσμου ως άνθρωποι;
Ο Θεός ας κάμη το έλεός του να μας γλητώση από τον μεγάλον γκρεμνόν όπου τρέχομεν να τζακιστούμεν...